της Ευλαμπίας Τσιρέλη
H Άνω (Παλαιά) Σκοτίνα βρίσκεται στη νοτιοανατολική πλευρά του Ολύμπου, σε υψόμετρο 900 μέτρων περίπου. Η δημιουργία του οικισμού τοποθετείται χρονικά γύρω στον 16ο αιώνα. Ένα απόλυτο ησυχαστήριο για λίγους. Για εκείνους που λατρεύουν να ξεθάβουν θαμμένα μυστικά...
Η πλατεία και ο ναός της Κοιμήσεως της Θεοτόκου
Εκεί ψηλά, φαινόταν μόνο το πέπλο των λευκών νεφών να σκεπάζει ό,τι υπήρχε από κάτω. Πάνω απ’ την πραγματικότητα, πάνω απ’ τον πολιτισμό, έμεινε το αυθεντικό, το ονειρικό. Η φύση είχε ντυθεί τα ομορφότερα πρωτανοιξιάτικα χρώματα και ο ήλιος έγλυφε απαλά τις επιφάνειες των υγρών δέντρων. Ελεύθερα άλογα βοσκούσαν εδώ κι εκεί, μικρά φίδια λιάζονταν πάνω στις πέτρες, ενώ όμορφες χελώνες περπατούσαν βαριεστημένα στα στενά μονοπάτια.
Ο ναός της Κοιμήσεως της Θεοτόκου
Στην μέση της πλατείας, η οικεία εικόνα του αιωνόβιου πλατάνου με την τεράστια κουφάλα και την πηγή στις ρίζες του να αναβλύζει κρυστάλλινο το νερό του Ολύμπου. Δίπλα ο ναός της Κοιμήσεως της Θεοτόκου κτισμένος το 1862 όπως μαρτυρεί μια ξύλινη επιγραφή στην κορυφή του. Η εκκλησία περιτριγυρίζεται από ένα διάδρομο με μικροσκοπικά παράθυρα και μια μικρή πορτούλα. Έτσι έχτιζαν τότε τις εκκλησίες έτσι ώστε «να μη μπορεί να μπει μέσα ο αλλόθρησκος εχθρός με το άλογο για να τη βεβηλώσει». Στο χωριό δεν υπάρχει ρεύμα κι έτσι και η εκκλησία φωτίζεται μόνο από τα κεριά της.
Η μεγάλη κουφάλα του πλατάνου σε διαστάσεις δωματίου
Αυτό είναι όλο κι όλο το χωριό. Η εκκλησία, ο πλάτανος με τη βρύση, ένας ξενώνας, ένα καταφύγιο, δύο αρχοντικά και κάποια σπίτια, τα περισσότερα ερειπωμένα, εδώ κι εκεί. Πέρα απ’ την πλατεία το μάτι πετά πάνω απ’ τα σύννεφα κι απ’τις βαθιές ρεματιές με το πλούσιο πράσινο. Μια απερίγραπτη στ’ αλήθεια ομορφιά κατέκλυζε το ξεχασμένο εκείνο μέρος. Ήπια παγωμένο νερό από τη βρύση και κατευθύνθηκα στον παραδοσιακό ξενώνα του χωριού για καφέ και ανάπαυση από το ταξίδι. Οι δύο υπάλληλοι, διψασμένοι για παρέα και συζήτηση, φιλόξενοι, με πλησίασαν διακριτικά. Μετά τις συστάσεις και τα τυπικά, η συζήτηση σιγά σιγά οδηγήθηκε σε θρύλους και μυστικά του ξεχασμένου εκείνου τόπου. Μου είπαν ότι κανείς ποτέ δεν είχε ενδιαφερθεί με αυτό τον τρόπο για την Άνω Σκοτίνα. Και δε μιλούσαν ποτέ γι’ αυτά, φοβούμενοι μήπως ο κόσμος δεν επισκεφθεί ξανά το χωριό τους.
Από πού να αρχίσει κανείς… Μάγισσες, στοιχειά, παράξενα αντικείμενα στο γύρω χώρο και στον ουρανό, στοιχειωμένα νεκροταφεία, φαντάσματα, τρόμος. «Εδώ», σκέφτηκα, «ταιριάζει απόλυτα η φράση: «ο φόβος φυλάει τα έρμα».
Το φάντασμα που…ξεσκέπαζε, και οι «μάγισσες».
Τον περασμένο αιώνα ο τόπος έσφυζε από ζωή. Τα σπίτια ήταν πολλά και οι κάτοικοι γύρω στους δύο χιλιάδες. Το μεγαλύτερο σπίτι του χωριού ανήκε στους προγόνους του σημερινού ιδιοκτήτη του παραδοσιακού ξενώνα. Και το ίδιο το σπίτι τότε λειτουργούσε και σαν ξενοδοχείο για τους επισκέπτες. Χρόνια ολόκληρα οι φιλοξενούμενοι παραπονούνταν ότι κάτι τους ενοχλούσε το βράδυ. Τους ξεσκέπαζε, έκανε περίεργους και τρομακτικούς θορύβους, κάνοντας τον ύπνο τους να μοιάζει με μαρτύριο. Κι έτσι γεννήθηκε ο θρύλος ότι εκείνο το σπίτι στοίχειωνε ένα φάντασμα που δεν ήθελε τους επισκέπτες και προσπαθούσε να τους τρομοκρατήσει τις νύχτες για να φύγουν. Σήμερα το σπίτι αυτό δεν υπάρχει, το γκρέμισαν και παραδίπλα έχτισαν τον ξενώνα. Μα φαίνεται ότι κάτι υπάρχει εκεί ακόμα και το έχουν αντιληφθεί τα κατάλληλα άτομα που σπεύδουν να επωφεληθούν της ενέργειας του τόπου…
Όπως διηγείται ο Α., πριν δύο χρόνια επισκέφθηκε τον ξενώνα μια παρέα είκοσι γυναικών από τη Λάρισα. Ήταν παράξενες και φορούσαν αλλόκοτα ρούχα. Είχαν όλες μακριά μαλλιά και δε μιλούσαν σχεδόν καθόλου. Οι υπάλληλοι τις φοβούνταν και μάλιστα ο ένας, συνήθιζε κατά την παραμονή τους να κοιμάται στο χώρο υποδοχής, δίπλα στο τζάκι για να προσέχει την…μεταμεσονύκτια κίνηση. Κάθε ξημέρωμα -όπως μου διηγήθηκαν- αυτές οι περίεργες γυναίκες συγκεντρώνονταν στη πλατεία του χωριού, σχηματίζοντας ένα κύκλο και χόρευαν και τραγουδούσαν κοιτάζοντας στον ουρανό. Έλεγαν λέξεις σε μια άγνωστη γλώσσα και φαίνονταν να είχαν περιέλθει σε έκσταση. Αυτό γινόταν σε καθημερινή βάση για μια εβδομάδα περίπου. Την υπόλοιπη μέρα φέρονταν όλες φυσιολογικά, ήταν χαμογελαστές, αλλά δεν δέχονταν καμία ερώτηση για το τι έκαναν εκεί στην πλατεία κάθε πρωί. Ο Α. μου δείχνει στο βιβλίο επισκεπτών την αφιέρωση που άφησαν: «Παιδιά σας ευχαριστούμε για όλα και να προσέχετε αυτούς που σας ξυπνούν στις πέντε η ώρα το πρωί...»
Τα στοιχειό του νεκροταφείου
Ο Φ. μου διηγήθηκε μια προσωπική του εμπειρία με ένα στοιχειό που φαίνεται να είναι ο προστάτης του παλιού νεκροταφείου που βρίσκεται έξω από την παράξενη εκκλησία του Αγ. Αθανασίου στην οποί αναφέρομαι παρακάτω:
«Ένα βράδυ περπατούσα το μονοπάτι που περνά έξω από τη μικρή την εκκλησία. Ένιωθα πολύ παράξενα, σαν κάποιος να με ακολουθούσε. Όπως λοιπόν περνούσα από το μέρος που παλιά βρισκόταν το νεκροταφείο μου φάνηκε ότι είδα κάτι άσπρο σαν σεντόνι ανάμεσα στα δέντρα. Πηγαίνω πιο κοντά (στο σημείο αυτό της διήγησης, δε θα το ξεχάσω, είχε γουρλώσει τα μάτια του και το δέρμα του είχε που λέμε «μπιμπικιάσει») και βγαίνει μέσα από τα δέντρα ένα άσπρο σκυλί! Όχι, όχι ακόμη και σήμερα λέω ότι δεν ήταν σκυλί… Αυτό ήταν σαν…σαν δαίμονας! Ξέρω ‘γω; Ήταν άσπρο αλλά διαφανές και μια χανόταν και μια φαινόταν. Τα μάτια του ήταν κατακόκκινα και ερχόταν προς το μέρος μου και με κοιτούσε μέσα στα μάτια. Για πολλή ώρα είχα κοκαλώσει και δε μπορούσα να κουνηθώ. Τα μάτια μου είχαν γεμίσει δάκρυα, αλλά δε μπορούσα να κλάψω. Η καρδιά μου χτυπούσε σαν τρελή και νόμισα ότι θα πάθαινα έμφραγμα. Ξαφνικά πήδηξα από τη θέση μου και άρχισα να τρέχω τόσο γρήγορα, που σε λίγα δευτερόλεπτα ήμουν πίσω στον ξενώνα. Έκανα πολύ καιρό να το χωνέψω και κανείς δε με πίστευε. Πάντως από τότε δεν έχω περάσει ούτε μια φορά το βράδυ από ‘κει.»
Οι τοιχογραφίες της Κόλασης στην εκκλησία του Αγίου Αθανασίου
Ακολουθώντας κι εγώ αργότερα το μονοπάτι όπου περπάτησε εκείνο το βράδυ ο Φ., προσπάθησα να προσεγγίσω την εκκλησία του Αγ. Αθανασίου που έμαθα ότι ήταν παμπάλαια κι έστεκε κρυμμένη κάπου μέσα στο δάσος. Μα δυστυχώς δεν μπορούσα να τη βρω. Μετά από πολλή ώρα περπάτημα, ψάχνοντας για το παλιό νεκροταφείο που θα μου έδινε το σημάδι για το πού βρισκόταν η εκκλησία, απογοητευμένη αποφάσισα να γυρίσω πίσω. Όπως περπατούσα στο γυρισμό, πρόσεξα ξανά τα λιγοστά κτίσματα και τις στάνες που έστεκαν δεξιά κι αριστερά του δρόμου, αλλά κανένα δεν έμοιαζε με εκκλησία. Εκεί, μέσα στην ησυχία του δάσους, άρχισαν ξαφνικά τριγύρω μου να κουνιούνται τα κλαδιά και ο τόπος σκοτείνιασε από ένα μεγάλο σύννεφο που έκρυψε απειλητικά τον ήλιο. Η ατμόσφαιρα ηλεκτρίστηκε και άρχισα να νιώθω ένα πρωτόγνωρο φόβο, χωρίς όμως να μπορώ να του δώσω αιτία. Ξαφνικά εκεί ανάμεσα στα δέντρα εμφανίστηκε η εκκλησία ξαφνικά μπροστά μου, λες και κρυβόταν πιο πριν για να με δοκιμάσει. Έστεκε εκεί, αριστερά του μονοπατιού, μόνη και ξεχασμένη. Χαμηλή, πετρόχτιστη, μισοθαμμένη στη γη από τα τόσα χρόνια που πέρασαν από την ανέγερσή της. Ένας μικροσκοπικός σιδερένιος σταυρός στη στέγη ήταν το μόνο στοιχείο που μαρτυρούσε ότι αυτό το κτίσμα ήταν εκκλησία. Κοίταξα τον περιβάλλοντα χώρο, αλλά το νεκροταφείο δε φαινόταν πουθενά. Κατάλαβα ότι στεκόμουν πάνω του. Η εκκλησία, κτίσμα του 16ου αιώνα (πολλοί βέβαια υποστηρίζουν ότι κτίστηκε τον 14ο) εξωτερικά όπως είπα, δε μοιάζει καθόλου με εκκλησία. Αλλά κι από μέσα…
Δαίμονας ετοιμάζει το καζάνι της Κόλασης
Μια μικρή πορτούλα με χώριζε από την ποθητή είσοδο. Οι μέλισσες ήταν οι μόνες που έδιναν ζωή στο μέρος. Μια κυψέλη, προστάτευε την είσοδο από τους ανεπιθύμητους επισκέπτες. Έπιασα ένα ξύλο και μπήκα μέσα. Όλα ήταν θεοσκότεινα. Δεν είχα φακό κι έξω ο τόπος είχε σκοτεινιάσει επικίνδυνα. Είχα μόνον ένα αναπτήρα μαζί μου. Με τη φλόγα του αναπτήρα άρχισα να κάνω μικρά βήματα ελέγχοντας με το ξύλο πριν πατήσω οπουδήποτε. Κατάλαβα ότι βρισκόμουν στο νάρθηκα (χώρος πριν τον κυρίως ναό). Το σκοτάδι απόλυτο, ενώ το κρύο και υγρασία μου δημιουργούσαν την αίσθηση ότι βρίσκομαι σε σπήλαιο.. Η ατμόσφαιρα ήταν εχθρική, κακή…Κάτι θα υπήρχε εκεί κοντά σίγουρα, ακόμα και μέσα στην εκκλησία ίσως. Έπιασα τη φωτογραφική μηχανή. Ήταν ο μόνος τρόπος με τη βοήθεια του φλας, να δω τι υπήρχε τριγύρω μου καθαρά. Στρέφοντας τον φακό στον τοίχο, έβγαλα την πρώτη φωτογραφία. Έμεινα παγωμένη να κοιτάω αυτό που έβγαλα. Το σώμα μου είχε μουδιάσει από την έξαψη και τον φόβο. Η τοιχογραφία που εμφανίστηκε μπροστά μου απεικόνιζε τον διάβολο να κάθεται σε θρόνο και να κρατά στην αγκαλιά του τον μικρό Αντίχριστο δείχνοντάς του με το δάχτυλο πώς βασανίζονται οι αμαρτωλοί στην κόλαση…
Τα φριχτά βασανιστήρια των αμαρτωλών
Άναψα πάλι τον αναπτήρα και πλησίασα να δω από κοντά όλη την παράσταση προσεκτικά. Ένα τεράστιο δέντρο χώριζε τον παράδεισο και την κόλαση. Στο πάνω μέρος, αυτό του παραδείσου, διακρίνονταν -μεταξύ άλλων- άγιοι και άγγελοι, κρατώντας δόρατα σε στάση επίθεσης εναντίον των «κάτω» της κόλασης. Ήταν έτοιμοι να καρφώσουν με τα δόρατά τους, τους δαίμονες που παρέλαυναν στην πρώτη σειρά εικονογράφησης της κόλασης. Οι δαίμονες ήταν κατάμαυροι, με γαμψά νύχια, καμπουριασμένοι και κουβαλούσαν στην πλάτη τους βιβλία (που όπως ερμηνεύω συμβόλιζαν τις αμαρτίες που γράφονται στα βιβλία των δαιμόνων κι έτσι αποφασίζεται ποιους θα πάρουν μαζί τους στα αιώνια βασανιστήρια της κόλασης). Παραταγμένοι ο ένας πίσω απ’ τον άλλο φαίνονταν να επιδίδονται σε ένα τελετουργικό και χαιρέκακο χορό, κοροϊδεύοντας τη γαλήνη του παραδείσου. Κάτω απ’ αυτή τη σειρά δαιμόνων ήταν μερικοί άλλοι οι οποίοι ανακάτευαν το καζάνι της κόλασης και κάτω απ’ αυτούς…τι φριχτό. Είδα κάτι που νομίζω ότι δεν υπάρχει σε άλλη εκκλησία ή τουλάχιστον δεν έχω δει εγώ.
Η βεβηλωμένη εικόνα του Χριστού
Άνθρωποι γυμνοί να βασανίζονται με φριχτά βασανιστήρια, όπως μπορείτε να δείτε και στις φωτογραφίες. Ο κάθε αμαρτωλός, βασανιζόταν με την ανάλογη τιμωρία. Δείτε για παράδειγμα πώς βασανίζεται ο «πότης» (ο αλκοολικός). Μπορείτε να τον ξεχωρίσετε. Είναι αυτός με το βαρέλι και το ποτήρι…Είχα μείνει άναυδη. Μη μπορώντας να ξεκολλήσω από το θέαμα συνέχισα να βγάζω φωτογραφίες εκστασιασμένη. Παραδίπλα η εικόνα του Χριστού φανερά βεβηλωμένη, ήταν καρφωμένη στα μάτια και στο στόμα.
Η πέτρινη Αγία Τράπεζα
Προχώρησα από μια είσοδο στον κυρίως ναό. Εκεί έμπαιναν λίγες ακτίνες φωτός εδώ κι εκεί από τα παράθυρα μα και πάλι δε μπορούσα να διακρίνω σχεδόν τίποτα. Περπάτησα προς το ιερό ανάμεσα από σκόρπιες καρέκλες πεταμένες στο πάτωμα. Όλα αυτά τα ίχνη βεβήλωσης…Κάποιος μισούσε πολύ αυτή την εκκλησία. Τότε διέκρινα μέσα στο ημίφως τα μανουάλια με την άμμο και τα ξεχασμένα εδώ και χρόνια, μισοκαμμένα κεριά. Αμέσως τα άναψα όλα! Δυστυχώς τα λόγια χαλάνε τέτοιες εικόνες. Δεν περιγράφεται εκείνη η ομορφιά. Εκείνο το απόκοσμο, θεϊκό φως των κεριών μέσα στη σκοτεινή εκκλησία. Εκείνη η αίσθηση του υπερβατικού, σε πόλεμο με κάτι ίσως κακό που υπήρχε εκεί μέσα. Όχι, δεν υπήρχε το αίσθημα κατάνυξης που δημιουργείται σε έναν τέτοιο τόπο. Την θέση του είχε πάρει μάλλον μια ανατριχίλα. Κάτι σίγουρα δεν με ήθελε εκεί… Ήμουν ένας εισβολέας στα έρημα εκείνα μέρη όπου δεν πατούσε άνθρωπος. Εκεί είχαν κάνει κατάληψη άλλα όντα, άλλες δυνάμεις κι εγώ ήμουν μια ανεπιθύμητη ξένη. Το πανέμορφο ξυλόγλυπτο τέμπλο μπροστά μου επιβλητικό, ένα μυστήριο κομψοτέχνημα που μπορούσα να το χαζεύω για ώρες. Η κατεστραμμένη, τεράστια τοιχογραφία της Παναγίας πάνω από το ιερό, είχε πέσει η μισή στο πάτωμα, ενώ η πέτρινη αγία Τράπεζα σε ταξίδευε στα χρόνια του Βυζαντίου.
Έσβησα τα κεριά και βγήκα έξω στο φως. Είχε ξαναβγεί ο ήλιος. Με μισόκλειστα βλέφαρα ήταν σαν να είχα βγει από κάποιο λήθαργο. Μεθυσμένη από μυστήριο κοίταξα την παλιά εκκλησία άλλη μια φορά. Λίγες φορές ζει κανείς τέτοιες στιγμές.
Το παλιό ξυλόγλυπτο τέμπλο
Οι τοιχογραφίες είναι πιθανόν δημιούργημα σχετικά πρόσφατο ή τουλάχιστον όχι του 16ου αιώνα. Η γραφή αλλά και οι παραστάσεις δεν ταιριάζουν με το στυλ αγιογραφίας που παρατηρείται στην υπόλοιπη εκκλησία. Μιλώντας με ειδικούς κατέληξα στο συμπέρασμα ότι οι τοιχογραφίες είναι έργο κάποιου ζωγράφου του 20ού αιώνα, που δεν ακολουθεί τις μεγάλες σχολές, ενώ κάποιες γραφές στις εικόνες των βασανιστηρίων ξενίζουν στην τεχνοτροπία τους και είναι καθαρά ξένες προσθήκες.
H Άνω (Παλαιά) Σκοτίνα βρίσκεται στη νοτιοανατολική πλευρά του Ολύμπου, σε υψόμετρο 900 μέτρων περίπου. Η δημιουργία του οικισμού τοποθετείται χρονικά γύρω στον 16ο αιώνα. Ένα απόλυτο ησυχαστήριο για λίγους. Για εκείνους που λατρεύουν να ξεθάβουν θαμμένα μυστικά...
Η πλατεία και ο ναός της Κοιμήσεως της Θεοτόκου
Εκεί ψηλά, φαινόταν μόνο το πέπλο των λευκών νεφών να σκεπάζει ό,τι υπήρχε από κάτω. Πάνω απ’ την πραγματικότητα, πάνω απ’ τον πολιτισμό, έμεινε το αυθεντικό, το ονειρικό. Η φύση είχε ντυθεί τα ομορφότερα πρωτανοιξιάτικα χρώματα και ο ήλιος έγλυφε απαλά τις επιφάνειες των υγρών δέντρων. Ελεύθερα άλογα βοσκούσαν εδώ κι εκεί, μικρά φίδια λιάζονταν πάνω στις πέτρες, ενώ όμορφες χελώνες περπατούσαν βαριεστημένα στα στενά μονοπάτια.
Ο ναός της Κοιμήσεως της Θεοτόκου
Στην μέση της πλατείας, η οικεία εικόνα του αιωνόβιου πλατάνου με την τεράστια κουφάλα και την πηγή στις ρίζες του να αναβλύζει κρυστάλλινο το νερό του Ολύμπου. Δίπλα ο ναός της Κοιμήσεως της Θεοτόκου κτισμένος το 1862 όπως μαρτυρεί μια ξύλινη επιγραφή στην κορυφή του. Η εκκλησία περιτριγυρίζεται από ένα διάδρομο με μικροσκοπικά παράθυρα και μια μικρή πορτούλα. Έτσι έχτιζαν τότε τις εκκλησίες έτσι ώστε «να μη μπορεί να μπει μέσα ο αλλόθρησκος εχθρός με το άλογο για να τη βεβηλώσει». Στο χωριό δεν υπάρχει ρεύμα κι έτσι και η εκκλησία φωτίζεται μόνο από τα κεριά της.
Η μεγάλη κουφάλα του πλατάνου σε διαστάσεις δωματίου
Αυτό είναι όλο κι όλο το χωριό. Η εκκλησία, ο πλάτανος με τη βρύση, ένας ξενώνας, ένα καταφύγιο, δύο αρχοντικά και κάποια σπίτια, τα περισσότερα ερειπωμένα, εδώ κι εκεί. Πέρα απ’ την πλατεία το μάτι πετά πάνω απ’ τα σύννεφα κι απ’τις βαθιές ρεματιές με το πλούσιο πράσινο. Μια απερίγραπτη στ’ αλήθεια ομορφιά κατέκλυζε το ξεχασμένο εκείνο μέρος. Ήπια παγωμένο νερό από τη βρύση και κατευθύνθηκα στον παραδοσιακό ξενώνα του χωριού για καφέ και ανάπαυση από το ταξίδι. Οι δύο υπάλληλοι, διψασμένοι για παρέα και συζήτηση, φιλόξενοι, με πλησίασαν διακριτικά. Μετά τις συστάσεις και τα τυπικά, η συζήτηση σιγά σιγά οδηγήθηκε σε θρύλους και μυστικά του ξεχασμένου εκείνου τόπου. Μου είπαν ότι κανείς ποτέ δεν είχε ενδιαφερθεί με αυτό τον τρόπο για την Άνω Σκοτίνα. Και δε μιλούσαν ποτέ γι’ αυτά, φοβούμενοι μήπως ο κόσμος δεν επισκεφθεί ξανά το χωριό τους.
Από πού να αρχίσει κανείς… Μάγισσες, στοιχειά, παράξενα αντικείμενα στο γύρω χώρο και στον ουρανό, στοιχειωμένα νεκροταφεία, φαντάσματα, τρόμος. «Εδώ», σκέφτηκα, «ταιριάζει απόλυτα η φράση: «ο φόβος φυλάει τα έρμα».
Το φάντασμα που…ξεσκέπαζε, και οι «μάγισσες».
Τον περασμένο αιώνα ο τόπος έσφυζε από ζωή. Τα σπίτια ήταν πολλά και οι κάτοικοι γύρω στους δύο χιλιάδες. Το μεγαλύτερο σπίτι του χωριού ανήκε στους προγόνους του σημερινού ιδιοκτήτη του παραδοσιακού ξενώνα. Και το ίδιο το σπίτι τότε λειτουργούσε και σαν ξενοδοχείο για τους επισκέπτες. Χρόνια ολόκληρα οι φιλοξενούμενοι παραπονούνταν ότι κάτι τους ενοχλούσε το βράδυ. Τους ξεσκέπαζε, έκανε περίεργους και τρομακτικούς θορύβους, κάνοντας τον ύπνο τους να μοιάζει με μαρτύριο. Κι έτσι γεννήθηκε ο θρύλος ότι εκείνο το σπίτι στοίχειωνε ένα φάντασμα που δεν ήθελε τους επισκέπτες και προσπαθούσε να τους τρομοκρατήσει τις νύχτες για να φύγουν. Σήμερα το σπίτι αυτό δεν υπάρχει, το γκρέμισαν και παραδίπλα έχτισαν τον ξενώνα. Μα φαίνεται ότι κάτι υπάρχει εκεί ακόμα και το έχουν αντιληφθεί τα κατάλληλα άτομα που σπεύδουν να επωφεληθούν της ενέργειας του τόπου…
Όπως διηγείται ο Α., πριν δύο χρόνια επισκέφθηκε τον ξενώνα μια παρέα είκοσι γυναικών από τη Λάρισα. Ήταν παράξενες και φορούσαν αλλόκοτα ρούχα. Είχαν όλες μακριά μαλλιά και δε μιλούσαν σχεδόν καθόλου. Οι υπάλληλοι τις φοβούνταν και μάλιστα ο ένας, συνήθιζε κατά την παραμονή τους να κοιμάται στο χώρο υποδοχής, δίπλα στο τζάκι για να προσέχει την…μεταμεσονύκτια κίνηση. Κάθε ξημέρωμα -όπως μου διηγήθηκαν- αυτές οι περίεργες γυναίκες συγκεντρώνονταν στη πλατεία του χωριού, σχηματίζοντας ένα κύκλο και χόρευαν και τραγουδούσαν κοιτάζοντας στον ουρανό. Έλεγαν λέξεις σε μια άγνωστη γλώσσα και φαίνονταν να είχαν περιέλθει σε έκσταση. Αυτό γινόταν σε καθημερινή βάση για μια εβδομάδα περίπου. Την υπόλοιπη μέρα φέρονταν όλες φυσιολογικά, ήταν χαμογελαστές, αλλά δεν δέχονταν καμία ερώτηση για το τι έκαναν εκεί στην πλατεία κάθε πρωί. Ο Α. μου δείχνει στο βιβλίο επισκεπτών την αφιέρωση που άφησαν: «Παιδιά σας ευχαριστούμε για όλα και να προσέχετε αυτούς που σας ξυπνούν στις πέντε η ώρα το πρωί...»
Τα στοιχειό του νεκροταφείου
Ο Φ. μου διηγήθηκε μια προσωπική του εμπειρία με ένα στοιχειό που φαίνεται να είναι ο προστάτης του παλιού νεκροταφείου που βρίσκεται έξω από την παράξενη εκκλησία του Αγ. Αθανασίου στην οποί αναφέρομαι παρακάτω:
«Ένα βράδυ περπατούσα το μονοπάτι που περνά έξω από τη μικρή την εκκλησία. Ένιωθα πολύ παράξενα, σαν κάποιος να με ακολουθούσε. Όπως λοιπόν περνούσα από το μέρος που παλιά βρισκόταν το νεκροταφείο μου φάνηκε ότι είδα κάτι άσπρο σαν σεντόνι ανάμεσα στα δέντρα. Πηγαίνω πιο κοντά (στο σημείο αυτό της διήγησης, δε θα το ξεχάσω, είχε γουρλώσει τα μάτια του και το δέρμα του είχε που λέμε «μπιμπικιάσει») και βγαίνει μέσα από τα δέντρα ένα άσπρο σκυλί! Όχι, όχι ακόμη και σήμερα λέω ότι δεν ήταν σκυλί… Αυτό ήταν σαν…σαν δαίμονας! Ξέρω ‘γω; Ήταν άσπρο αλλά διαφανές και μια χανόταν και μια φαινόταν. Τα μάτια του ήταν κατακόκκινα και ερχόταν προς το μέρος μου και με κοιτούσε μέσα στα μάτια. Για πολλή ώρα είχα κοκαλώσει και δε μπορούσα να κουνηθώ. Τα μάτια μου είχαν γεμίσει δάκρυα, αλλά δε μπορούσα να κλάψω. Η καρδιά μου χτυπούσε σαν τρελή και νόμισα ότι θα πάθαινα έμφραγμα. Ξαφνικά πήδηξα από τη θέση μου και άρχισα να τρέχω τόσο γρήγορα, που σε λίγα δευτερόλεπτα ήμουν πίσω στον ξενώνα. Έκανα πολύ καιρό να το χωνέψω και κανείς δε με πίστευε. Πάντως από τότε δεν έχω περάσει ούτε μια φορά το βράδυ από ‘κει.»
Οι τοιχογραφίες της Κόλασης στην εκκλησία του Αγίου Αθανασίου
Ακολουθώντας κι εγώ αργότερα το μονοπάτι όπου περπάτησε εκείνο το βράδυ ο Φ., προσπάθησα να προσεγγίσω την εκκλησία του Αγ. Αθανασίου που έμαθα ότι ήταν παμπάλαια κι έστεκε κρυμμένη κάπου μέσα στο δάσος. Μα δυστυχώς δεν μπορούσα να τη βρω. Μετά από πολλή ώρα περπάτημα, ψάχνοντας για το παλιό νεκροταφείο που θα μου έδινε το σημάδι για το πού βρισκόταν η εκκλησία, απογοητευμένη αποφάσισα να γυρίσω πίσω. Όπως περπατούσα στο γυρισμό, πρόσεξα ξανά τα λιγοστά κτίσματα και τις στάνες που έστεκαν δεξιά κι αριστερά του δρόμου, αλλά κανένα δεν έμοιαζε με εκκλησία. Εκεί, μέσα στην ησυχία του δάσους, άρχισαν ξαφνικά τριγύρω μου να κουνιούνται τα κλαδιά και ο τόπος σκοτείνιασε από ένα μεγάλο σύννεφο που έκρυψε απειλητικά τον ήλιο. Η ατμόσφαιρα ηλεκτρίστηκε και άρχισα να νιώθω ένα πρωτόγνωρο φόβο, χωρίς όμως να μπορώ να του δώσω αιτία. Ξαφνικά εκεί ανάμεσα στα δέντρα εμφανίστηκε η εκκλησία ξαφνικά μπροστά μου, λες και κρυβόταν πιο πριν για να με δοκιμάσει. Έστεκε εκεί, αριστερά του μονοπατιού, μόνη και ξεχασμένη. Χαμηλή, πετρόχτιστη, μισοθαμμένη στη γη από τα τόσα χρόνια που πέρασαν από την ανέγερσή της. Ένας μικροσκοπικός σιδερένιος σταυρός στη στέγη ήταν το μόνο στοιχείο που μαρτυρούσε ότι αυτό το κτίσμα ήταν εκκλησία. Κοίταξα τον περιβάλλοντα χώρο, αλλά το νεκροταφείο δε φαινόταν πουθενά. Κατάλαβα ότι στεκόμουν πάνω του. Η εκκλησία, κτίσμα του 16ου αιώνα (πολλοί βέβαια υποστηρίζουν ότι κτίστηκε τον 14ο) εξωτερικά όπως είπα, δε μοιάζει καθόλου με εκκλησία. Αλλά κι από μέσα…
Δαίμονας ετοιμάζει το καζάνι της Κόλασης
Μια μικρή πορτούλα με χώριζε από την ποθητή είσοδο. Οι μέλισσες ήταν οι μόνες που έδιναν ζωή στο μέρος. Μια κυψέλη, προστάτευε την είσοδο από τους ανεπιθύμητους επισκέπτες. Έπιασα ένα ξύλο και μπήκα μέσα. Όλα ήταν θεοσκότεινα. Δεν είχα φακό κι έξω ο τόπος είχε σκοτεινιάσει επικίνδυνα. Είχα μόνον ένα αναπτήρα μαζί μου. Με τη φλόγα του αναπτήρα άρχισα να κάνω μικρά βήματα ελέγχοντας με το ξύλο πριν πατήσω οπουδήποτε. Κατάλαβα ότι βρισκόμουν στο νάρθηκα (χώρος πριν τον κυρίως ναό). Το σκοτάδι απόλυτο, ενώ το κρύο και υγρασία μου δημιουργούσαν την αίσθηση ότι βρίσκομαι σε σπήλαιο.. Η ατμόσφαιρα ήταν εχθρική, κακή…Κάτι θα υπήρχε εκεί κοντά σίγουρα, ακόμα και μέσα στην εκκλησία ίσως. Έπιασα τη φωτογραφική μηχανή. Ήταν ο μόνος τρόπος με τη βοήθεια του φλας, να δω τι υπήρχε τριγύρω μου καθαρά. Στρέφοντας τον φακό στον τοίχο, έβγαλα την πρώτη φωτογραφία. Έμεινα παγωμένη να κοιτάω αυτό που έβγαλα. Το σώμα μου είχε μουδιάσει από την έξαψη και τον φόβο. Η τοιχογραφία που εμφανίστηκε μπροστά μου απεικόνιζε τον διάβολο να κάθεται σε θρόνο και να κρατά στην αγκαλιά του τον μικρό Αντίχριστο δείχνοντάς του με το δάχτυλο πώς βασανίζονται οι αμαρτωλοί στην κόλαση…
Τα φριχτά βασανιστήρια των αμαρτωλών
Άναψα πάλι τον αναπτήρα και πλησίασα να δω από κοντά όλη την παράσταση προσεκτικά. Ένα τεράστιο δέντρο χώριζε τον παράδεισο και την κόλαση. Στο πάνω μέρος, αυτό του παραδείσου, διακρίνονταν -μεταξύ άλλων- άγιοι και άγγελοι, κρατώντας δόρατα σε στάση επίθεσης εναντίον των «κάτω» της κόλασης. Ήταν έτοιμοι να καρφώσουν με τα δόρατά τους, τους δαίμονες που παρέλαυναν στην πρώτη σειρά εικονογράφησης της κόλασης. Οι δαίμονες ήταν κατάμαυροι, με γαμψά νύχια, καμπουριασμένοι και κουβαλούσαν στην πλάτη τους βιβλία (που όπως ερμηνεύω συμβόλιζαν τις αμαρτίες που γράφονται στα βιβλία των δαιμόνων κι έτσι αποφασίζεται ποιους θα πάρουν μαζί τους στα αιώνια βασανιστήρια της κόλασης). Παραταγμένοι ο ένας πίσω απ’ τον άλλο φαίνονταν να επιδίδονται σε ένα τελετουργικό και χαιρέκακο χορό, κοροϊδεύοντας τη γαλήνη του παραδείσου. Κάτω απ’ αυτή τη σειρά δαιμόνων ήταν μερικοί άλλοι οι οποίοι ανακάτευαν το καζάνι της κόλασης και κάτω απ’ αυτούς…τι φριχτό. Είδα κάτι που νομίζω ότι δεν υπάρχει σε άλλη εκκλησία ή τουλάχιστον δεν έχω δει εγώ.
Η βεβηλωμένη εικόνα του Χριστού
Άνθρωποι γυμνοί να βασανίζονται με φριχτά βασανιστήρια, όπως μπορείτε να δείτε και στις φωτογραφίες. Ο κάθε αμαρτωλός, βασανιζόταν με την ανάλογη τιμωρία. Δείτε για παράδειγμα πώς βασανίζεται ο «πότης» (ο αλκοολικός). Μπορείτε να τον ξεχωρίσετε. Είναι αυτός με το βαρέλι και το ποτήρι…Είχα μείνει άναυδη. Μη μπορώντας να ξεκολλήσω από το θέαμα συνέχισα να βγάζω φωτογραφίες εκστασιασμένη. Παραδίπλα η εικόνα του Χριστού φανερά βεβηλωμένη, ήταν καρφωμένη στα μάτια και στο στόμα.
Η πέτρινη Αγία Τράπεζα
Προχώρησα από μια είσοδο στον κυρίως ναό. Εκεί έμπαιναν λίγες ακτίνες φωτός εδώ κι εκεί από τα παράθυρα μα και πάλι δε μπορούσα να διακρίνω σχεδόν τίποτα. Περπάτησα προς το ιερό ανάμεσα από σκόρπιες καρέκλες πεταμένες στο πάτωμα. Όλα αυτά τα ίχνη βεβήλωσης…Κάποιος μισούσε πολύ αυτή την εκκλησία. Τότε διέκρινα μέσα στο ημίφως τα μανουάλια με την άμμο και τα ξεχασμένα εδώ και χρόνια, μισοκαμμένα κεριά. Αμέσως τα άναψα όλα! Δυστυχώς τα λόγια χαλάνε τέτοιες εικόνες. Δεν περιγράφεται εκείνη η ομορφιά. Εκείνο το απόκοσμο, θεϊκό φως των κεριών μέσα στη σκοτεινή εκκλησία. Εκείνη η αίσθηση του υπερβατικού, σε πόλεμο με κάτι ίσως κακό που υπήρχε εκεί μέσα. Όχι, δεν υπήρχε το αίσθημα κατάνυξης που δημιουργείται σε έναν τέτοιο τόπο. Την θέση του είχε πάρει μάλλον μια ανατριχίλα. Κάτι σίγουρα δεν με ήθελε εκεί… Ήμουν ένας εισβολέας στα έρημα εκείνα μέρη όπου δεν πατούσε άνθρωπος. Εκεί είχαν κάνει κατάληψη άλλα όντα, άλλες δυνάμεις κι εγώ ήμουν μια ανεπιθύμητη ξένη. Το πανέμορφο ξυλόγλυπτο τέμπλο μπροστά μου επιβλητικό, ένα μυστήριο κομψοτέχνημα που μπορούσα να το χαζεύω για ώρες. Η κατεστραμμένη, τεράστια τοιχογραφία της Παναγίας πάνω από το ιερό, είχε πέσει η μισή στο πάτωμα, ενώ η πέτρινη αγία Τράπεζα σε ταξίδευε στα χρόνια του Βυζαντίου.
Έσβησα τα κεριά και βγήκα έξω στο φως. Είχε ξαναβγεί ο ήλιος. Με μισόκλειστα βλέφαρα ήταν σαν να είχα βγει από κάποιο λήθαργο. Μεθυσμένη από μυστήριο κοίταξα την παλιά εκκλησία άλλη μια φορά. Λίγες φορές ζει κανείς τέτοιες στιγμές.
Το παλιό ξυλόγλυπτο τέμπλο
Οι τοιχογραφίες είναι πιθανόν δημιούργημα σχετικά πρόσφατο ή τουλάχιστον όχι του 16ου αιώνα. Η γραφή αλλά και οι παραστάσεις δεν ταιριάζουν με το στυλ αγιογραφίας που παρατηρείται στην υπόλοιπη εκκλησία. Μιλώντας με ειδικούς κατέληξα στο συμπέρασμα ότι οι τοιχογραφίες είναι έργο κάποιου ζωγράφου του 20ού αιώνα, που δεν ακολουθεί τις μεγάλες σχολές, ενώ κάποιες γραφές στις εικόνες των βασανιστηρίων ξενίζουν στην τεχνοτροπία τους και είναι καθαρά ξένες προσθήκες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
ΠΑΡΑΚΑΛΟΥΜΕ ΜΗ ΓΡΑΦΕΤΕ GREEKGLISH !